- ενσπόνδυλος
- ος , ον позвоночный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενσπόνδυλος — η, ο (για ζώα) σπονδυλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο] … Dictionary of Greek